συμπεριλαμβάνομαι

συμπεριλαμβάνομαι
συμπεριλαμβάνομαι, συμπεριλήφθηκα βλ. πίν. 166

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εναπολαμβάνω — ἐναπολαμβάνω (Α) 1. περιλαμβάνω μέσα σε κάτι, εγκλείω, περικλείω κάπου («καὶ δεικνύντες ώς ἰσχυρός ό ἁήρ, καὶ ἐναπολαμβάνοντες ἐν ταῑς κλεψύδραις», Αριστοτ.) 2. παθ. συμπεριλαμβάνομαι, παρασύρομαι 3. αστρολ. εκμηδενίζω με αντίθετη επίδραση …   Dictionary of Greek

  • προλαμβάνω — ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.) 2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, ούσα, όν ο προηγούμενος νεοελλ. 1. φθάνω… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταψηφίζομαι — Α 1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.) 2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριλαμβάνω — ΝΜΑ [περιλαμβάνω] περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.) αρχ. 1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω… …   Dictionary of Greek

  • συνεμπίπτω — Α [ἐμπίπτω] 1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί 3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως 4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.) 5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο 6 …   Dictionary of Greek

  • συνεπινοώ — έω, ΜΑ [ἐπινοῶ] εννοώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («Πατέρα λέγοντες Υἱὸν τῇ φωνῇ συνεπινοοῡμεν», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. επινοώ, μηχανεύομαι κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. σοφίζομαι κάτι ακόμη 3. παθ. συνεπινοοῡμαι, έομαι α) συμπεριλαμβάνομαι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”